Ως εμμηνόπαυση ορίζεται η περίοδος της ζωής μίας γυναίκας μετά την πλήρη παύση της εμμήνου ρύσεως. Η πρώτη ένδειξη ότι πλησιάζει η εμμηνόπαυση είναι συνήθως διαταραχές της εμμήνου ρύσεως, οι οποίες οφείλονται στη σταδιακή ελάττωση των οιστρογόνων που παράγονται από τις ωοθήκες. Εμμηνόπαυση μπορεί να προκληθεί, επίσης, εάν αφαιρεθούν χειρουργικά οι ωοθήκες της γυναίκας και τότε μάλιστα τα συμπτώματα της εμμηνόπαυσης είναι πιο έντονα, αφού η πτώση των οιστρογόνων είναι απότομη.
Το συχνότερο σύμπτωμα της εμμηνόπαυσης είναι οι εξάψεις. Μπορεί να συνοδεύονται από εφιδρώσεις, ερυθρότητα στο πρόσωπο ή το σώμα και διαρκούν από λίγα δευτερόλεπτα ή περισσότερο. Μπορούν ακόμη και να ξυπνήσουν τη γυναίκα στον ύπνο της και συχνά η αϋπνία είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι εμμηνοπαυσιακές γυναίκες. Άλλα συμπτώματα, που σχετίζονται με την απουσία οιστρογόνων, είναι η ξηρότητα στον κόλπο με αποτέλεσμα πόνο κατά την επαφή, μειωμένη λίμπιντο και γενικότερα ευερεθιστότητα, έντονη κόπωση και κακή διάθεση, και, τέλος, ξηρότητα στην ουρήθρα με αποτέλεσμα καύσο κατά την ούρηση.
Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που σχετίζονται με την εμμηνόπαυση είναι η οστεοπόρωση που έχει ως αποτέλεσμα τον αυξημένο κίνδυνο για κατάγματα, όπως επίσης και ο αυξημένος κίνδυνος καρδιοαγγειακών συμβαμάτων, αφού η προστατευτική δράση των οιστρογόνων είναι σημαντικά μειωμένη. Στο κέντρο της θεραπευτικής αντιμετώπισης είναι η θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης, με την οποία υφίεται το σύνολο σχεδόν των συμπτωμάτων. Ωστόσο, η θεραπεία αυτή ενδέχεται να αυξήσει τον κίνδυνο για καρκίνο του ενδομητρίου και για το λόγο αυτό απαιτείται προσοχή κατά τη χορήγηση. Η προσθήκη προγεσταγόνου στη θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης φαίνεται ότι ελαττώνει τον κίνδυνο καρκίνου του ενδομητρίου, ενώ στις εναλλακτικές λύσεις περιλαμβάνονται και τα φυτοοιστρογόνα. Όσον αφορά την οστεοπόρωση είναι ιδιαίτερα σημαντική η χορήγηση κατάλληλης αγωγής, όπως τα διφωσφονικά ή η καλσιτονίνη.