ΙΝΟΚΥΣΤΙΚΗ ΝΟΣΟΣ ΜΑΣΤΟΥ-ΙΝΟΚΥΣΤΙΚΗ ΜΑΣΤΟΠΑΘΕΙΑ

ΙΝΟΚΥΣΤΙΚΗ ΝΟΣΟΣ ΜΑΣΤΟΥ – ΙΝΟΚΥΣΤΚΗ ΜΑΣΤΟΠΑΘΕΙΑ.

Με το ίδιο όνομα ,αλλά και μια σειρά παρόμοιων  όρων (κυστική νόσος, ινοκυστική μαστοπάθεια, ινοκυστική νόσος μαστού, υπερπλαςτική κυστική μαστίτιδα, Νόσος Bloodwood,Νόσος  Konig,χρόνια μαστίτιδα, Νόσος Shimmelbuch, κυστική υπερπλασία μαστού, ινώδης κυστική μαστοπάθεια ) περιγράφεται ως μια ομάδα βλαβών του μαζικού αδένα ,με κοινά χαρακτηριστικά ,όσον αφορά τους μικροσκοπικούς -ιστόλογικούς τύπους των βλαβών.
Σημαντική ειναι επίσης και η κοινή σχέση των βλαβών αυτών ,με το ορμονικό υπόβαθρο της ασθενούς καθώς επίσης και η σχέση τους με τον καρκίνο του μαστού.
Ο μηχανισμός δράσης ,μπορεί να ορισθεί ,σαν το αποτέλεσμα μιας ανώμαλης ανταπόκρισης των ορμονών σε κυτταρικό επίπεδο στο μαστό ,με αποτέλεσμα μεταβολή της φυσιολογικής αρχιτεκτονικής του μαζικού αδένα και δημιουργία ,μικρών ή μεγαλύτερων κυστών.Η ανεξέλεγκτη και μη αντιρροπιστική δράση των οιστρογόνων προκαλεί τις κυστικές μεταβολές στο μαστό.
Απο κλινική άποψη ιδιαίτερη σημασία για τον κλινικό γιατρό αποτελούν οι μεγαλύτερες κύστεις ,πρώτον για να τις διαφοδιαγνώσουμε από την κακοήθεια, αλλά και για να ανακουφίσουμε τις γυναίκες απο την έντονη μαστοδυνία,δεδομένου οτι είναι σαφής η σχέση της μεγαλοκυστικής νόσου με τον καρκίνο του μαστού.

Παράγοντες Κινδύνου-Επιδημιολογία.

Πρόσφατες έρευνες ανεβάζουν την συχνότητα της Νόσου ,αναφέροντας μια επίπτωση με 100 νέες περιπτώσεις Ινοκυστικής Νόσου του μαστού, ανά έτος ανά 100.000 γυναίκες .
Συνήθως αναγνωρίζεται απο το 25 0 έτος έως το 50 ο έτος.
Είναι πλέον στις περισσότερες μελέτες τεκμηριωμένη η προστατευτική δράση της προγεστερόνης στα επιθηλιακά κύτταρα των πόρων του μαστού,έναντι των οιστρογόνων .

Σύμφωνα με τις πρόσφατες μελέτες η νόσος χαρακτηρίζεται απο μεταβολές στο υπόστρωμα αλλά και στο επιθήλιο του μαστού.
Οι μεταβολές αυτές μπορεί να προηγούνται ή και να συνυπάρχουν με τις κύστεις.οσον αφορά στις μεταβολές των επιθηλιακών κυττάρων υπάρχει πολλαπλασιασμός ,με αποτέλεσμα υπερπλασία, μεταπλασία, αδένωση,υποστροφή . Η υπερπλασία αφορά τα επιθηλιακά κύτταρα των πόρων ή και των λοβίων.
Οι μεταβολές του υποστρώματος έχουν σαν αποτέλεσμα την πάχυνση ή την αρχόμενη σκλήρυνση.

Η ταξινόμηςη της υπερπλασίας χωρίς ατυπία μπορεί να είναι

Α) απλή ,ή μικρού βαθμού υπερπλασία, αύξηση των στίχων των κυττάρων έως τους 4,
Β) μεγάλου βαθμού υπερπλασία, περισσότερους από 4 στίχους κυττάρων με τάση των κυττάρων να πλησιάσουν τα κύτταρα της απέναντι επιφάνειας
Γ)επίσης υπάρχει η εκσεσημασμένη υπερπλασία των κυττάρων των πόρων , με σημαντική επιμήκυνση και πολλαπλασιασμό μέσα σε ένα παχύ και σκληρό υπόστρωμα που μπορεί να οδηγήσει σε ψηλαφητό μόρφωμα με ασαφή όρια ,αναφερόμενο ως αδένωση ( tumor adenosis), που είναι δύσκολο να διαφοροδιαγνωσθεί απο τον καρκίνο.
Οι ως άνω μικροσκοπικές βλάβες της ινώδους κυστικής μαστοπάθειας με υπερπλαςία και χωρίς ατυπία αποτελεί το 25-30% επι του συνόλου των βιοψιών με ελάχιστα αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης για καρκίνο του μαστού.
Ο σχετικός κίνδυνος στο 1,6. Αυξάνεται στο 2,1επι θετικού οικογενειακού ιστορικού.
Στην υπερπλασία με ατυπία των κυττάρων ,αποτελεί ποσοστό έως 5% επι του συνόλου των ιστολογικών απαντήσεων που λαμβάνουμε, ο σχετικός κίνδυνος για κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου είναι 4,4 και επι θετικού ιστορικού ανέρχεται στο 9.
Τα άτυπα λοβία ανάλογα με τον βαθμό κυτταρικής ατυπίας κατατάσσονται σε στάδια.
Στο ΣΤΑΔΙΟ 1,η ατυπία είναι πολύ μικρή.
Στα ΣΤΑΔΙΑ 2 περισσότερη, Στα 3κ 4, υπάρχει σταθερή σχέση με ανάπτυξη καρκίνου.
Επίσης η ύπαρξη λοβίων σε εμμηνοπαυσιακούς μαστούς σχετίζεται με ανάπτυξη καρκίνου.
Θηλωμάτωση ειναι η εικόνα της υπερπλασίας με θηλωματώδεις προσεκβολές.
Οι κύστεις είναι το πιο γνωστό εύρημα  της Ινοκυστικής νόσου. Συνήθως το τοίχωμα τους είναι λευκό με περιφερική σκλήρυνση ,συχνά ελαστικό .Στις μικρές κύστεις το τοίχωμα είναι συχνά διαφανές.Το υγρό που περιέχεται στις κύστεις είναι απο  διαυγές ,έως θολερό και σκοτεινόχρωμο. Οι βλάβες αυτές μπορεί να συνυπάρχουν στον ίδιο μαστό ,σε διαφορετικά στάδια εξέλιξης έ,αι οτι σχηματίζονται  απο την καταςτροφή και τη διάταςη των λοβίων και των τελικών πόρων. Προκαλείται ίνωση και στένωση πριν απο την έκφυση των τελικών πόρων ,σε συνδυασμό με τη συνεχή έκκριση υγρού στο λοβίο που έχει σαν αποτέλεσμα τη διάταση της κοιλότητας και το σχηματισμό κύστεων.
Αυξημένα επίπεδα προλακτίνης παρατηρούνται συχνά σε γυναίκες με ινοκυστική νόσο.
Το stress ιδιαίτερα όταν ειναι χρόνιο επηρεάζει τη νόσο.

Κλινική εικόνα .

Το πιο συχνό σύμπτωμα της Ινοκυστικής νόσου είναι ο πόνος,ο οποίος μπορεί να είναι διάχυτος ή εντοπισμένος σε διάφορες περιοχές του μαστού, συνήθως περιοχές αυξημένης οζώδους σύστασης ,συχνά στα έξω και άνω τεταρτημόρια.
Πολύ συχνά ο πόνος αντανακλά στη μασχάλη και στο σύστοιχο άνω άκρο .
Επίσης είναι χαρακτηριστικός οτι ο πόνος της Ινοκυστικής νόσου αυξάνεται κατά το δεύτερο μισό του κύκλου και κατά τη διάρκεια της περιόδου .Υπάρχει σαφής τοπική ευαισθησία και συχνά ο πόνος είναι ιδιαίτερα έντονος. Ο πόνος αυτός είναι γνωστός με τον όρο κυκλική μαστοδυνία ή μασταλγία. Τις περισσότερες φορές στη ψηλάφηση αποκαλύπτεται οζώδης σύσταση.
Στην εξέταση οι κύστεις και μικροκύστεις είναι ευκίνητες ,με σαφή όρια,και με σύσταση μαλακή ,ανάλογα βέβαια και με τη τάση του υγρού που περιέχουν. Όταν συνυπάρχει φλεγμονή είναι έντονα ευαίσθητες ,και συνυπάρχει ερυθρότητα του δέρματος του μαστού.
Η παρακέντηση των ή της κύςτης οριστικοποιεί τη διάγνωση.
Στη ψηφιακή μαστογραφία οι κύστεις εμφανίζονται σαν στρογγυλές περιοχές με αυξημένη πυκνότητα και ομαλά όρια ,συχνά περιβάλλονται απο μια περιοχή ελαττωμένης πυκνότητας.Συχνά η κύστη συγχέεται με το ινοαδένωμα στη μαστογραφία . Στον υπερηχογραφικό έλεγχο οι κύστεις εμφανίζονται σαν υποηχογενή μορφώματα, με λεπτό υπερηχογενές τοίχωμα. Το υπερηχογράφημα είναι ο κατεξοχήν τρόπος διαφορικής διάγνωσης ενός συμπαγούς απο ένα κυστικό μόρφωμα.
Όσον αφορά στην θεραπεία ,η προσεκτική ανάλυση όλων των δεδομένων μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ελάχιστες γυναίκες απαιτούν πραγματικά φαρμακευτική αντιμετώπιση (Δαναζόλη, Ταμοξιφαίνη,Βρωμοκρυπτίνη,Προγεστερόνης,κ.α)
Ακόμη και σε αυτές τις γυναίκες ,σχεδόν καμία θεραπεία δεν πετυχαίνει πλήρη εξαφάνιση των ιστολογικών ευρημάτων που χαρακτηρίζουν την Ινοκυστική  νόσο.
Χειρουργική εξαίρεση της κύστης επιβάλλεται όταν το περιεχόμενο είναι αιμορραγικό,όταν αυξάνεται γρήγορα και όταν το υγρό αναπαράγεται μετά απο δυο εκκενωτικές παρακεντήσεις.
Σε κάθε περίπτωση όμως η θεραπεία πρέπει να  εξατομικεύεται.

Επικοινωνήστε μαζί μας

Μοιραστείτε αυτήν την ανάρτηση